Μια νέα μελέτη με επικεφαλής τους ερευνητές του University College London (UCL) και του University Hospital of Basel (UHB) διαπιστώνει ότι καθυστερήσεις στη διάγνωση του μελανώματος λόγω της καραντίνας του Covid-19 μπορεί να συνέβαλαν σε περισσότερα από 100.000 χαμένα χρόνια ζωής σε όλη την Ευρώπη και πάνω από 6 δισεκατομμύρια λίρες σε κόστος, κυρίως έμμεσα λόγω απώλειας παραγωγικότητας.
Οι συγγραφείς της νέας εργασίας που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό JAMA Network Open λένε ότι τα ευρήματά τους δείχνουν πόσο ζωτικής σημασίας μπορεί να είναι η έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου, ενώ υπογραμμίζουν επίσης τη σημασία της εξέτασης των ανεπιθύμητων παρενεργειών στις υπηρεσίες υγείας σε οποιονδήποτε μελλοντικό σχεδιασμό διαχείρισης μιας πανδημίας.
Ο συν-επικεφαλής συγγραφέας Δρ Kaustubh Adhikari (UCL Genetics, Evolution & Environment and The Open University) δήλωσε: «Όταν εισήχθησαν τα lockdown ως ένα πολύ αναγκαίο μέτρο για να σταματήσει η εξάπλωση του Covid-19, υπήρχαν εκτεταμένες ανεπιθύμητες συνέπειες. Πολλές εξετάσεις ακυρώθηκαν και ιατρικές θεραπείες καθυστέρησαν. Καθώς πολλοί άνθρωποι έχασαν τα ραντεβού τους για να ανιχνεύσουν ή να θεραπεύσουν τον καρκίνο του δέρματος, ο καρκίνος τους εξελίχθηκε σε μεταγενέστερο στάδιο, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα πιο δαπανηρή φροντίδα και μεγαλύτερο κίνδυνο η θεραπεία να μην είναι επιτυχής. Είναι ανησυχητικό ότι για μία μόνο ασθένεια χάθηκαν πολλά χρόνια ζωής, υπήρξε χαμηλότερη ποιότητα ζωής για πολλές χιλιάδες ανθρώπους, δισεκατομμύρια λίρες οικονομικής επίπτωσης και αυτή μπορεί να είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου των συνεπειών της καθυστερημένης διάγνωσης και θεραπείας λόγω των lockdown. Ενώ τα lockdown έσωσαν πολλές ζωές μετριάζοντας το τίμημα του ίδιου του Covid-19, είναι σημαντικό να μάθουμε από την εμπειρία για να διασφαλίσουμε ότι εάν προκύψει άλλη πανδημία, μπορούμε να εξισορροπήσουμε αποτελεσματικά διαφορετικές προτεραιότητες υγειονομικής περίθαλψης».
Η ομάδα ερευνητών, από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελβετία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ, την Ιταλία, την Αυστραλία και την Ουγγαρία, διερεύνησε τις οικονομικές συνέπειες για την υγεία από την καθυστέρηση στη διάγνωση του μελανώματος, ενός κοινού τύπου καρκίνου του δέρματος και ενός από τους 10 πιο κοινούς καρκίνους στην Ευρώπη. Η ανάλυση βασίστηκε σε πληροφορίες από 50.072 ασθενείς σε δύο κέντρα θεραπείας καρκίνου στην Ελβετία και την Ιταλία, υποστηριζόμενη από περαιτέρω στοιχεία από το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βέλγιο.
Οι ερευνητές υπολόγισαν πόσων ατόμων ο καρκίνος θα είχε προχωρήσει από το ένα στάδιο στο άλλο λόγω καθυστερήσεων στην έναρξη ή τη συνέχιση της θεραπείας, καθώς τόσο οι υπηρεσίες προσυμπτωματικού ελέγχου όσο και οι θεραπείες διακόπηκαν το 2020 και το 2021 λόγω περιορισμών καραντίνας, ελλείψεων προσωπικού και φόβου μόλυνσης. Εκτίμησαν ότι για περίπου το 17% των ατόμων με μελάνωμα, ο καρκίνος τους θα είχε προχωρήσει σε υψηλότερο στάδιο το 2020-2021 λόγω καθυστερήσεων δύο έως τριών μηνών ή περισσότερο στη διάγνωση ή τη θεραπεία. Στη συνέχεια, η ερευνητική ομάδα υπολόγισε το πρόσθετο ιατρικό κόστος, καθώς η θεραπεία του καρκίνου μεταγενέστερου σταδίου είναι πιο ακριβή και έχει μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας. Αυτές οι εκτιμήσεις κόστους περιλάμβαναν τόσο το άμεσο κόστος για τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης (όπως το NHS), όσο και τις ευρύτερες επιπτώσεις όπως η απώλεια παραγωγικότητας (έμμεσο κόστος) λόγω αναπηρίας και τα χαμένα χρόνια ζωής. Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι οι καθυστερήσεις στις διαγνώσεις μελανώματος συνέβαλαν στην απώλεια 111.464 ετών ζωής σε 31 χώρες στην Ευρώπη, με συνολικό οικονομικό κόστος 6,1 δισ. £ (7,1 δισ. ευρώ ή 7,7 δισ. δολάρια ΗΠΑ). Το μεγαλύτερο μέρος του κόστους (94,5%) ήταν έμμεσες δαπάνες όπως η απώλεια παραγωγικότητας.
Η συν-επικεφαλής συγγραφέας Dr Elisabeth Roider (Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Βασιλείας) δήλωσε: «Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η προληπτική υγειονομική περίθαλψη πρέπει πάντα να αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα, τόσο σε κανονικούς καιρούς όσο και σε περιόδους κρίσης. Οποιαδήποτε σχέδια για πιθανές μελλοντικές πανδημίες πρέπει να εξετάζουν τις ανεπιθύμητες παρενέργειες σε ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων υγείας και να σχεδιάζουν ολιστικά. Οι καθυστερήσεις στη διάγνωση και τη θεραπεία μπορεί να είναι καταστροφικές για τα άτομα που πάσχουν από καρκίνο, επομένως η έγκαιρη αξιολόγηση και θεραπεία είναι ζωτικής σημασίας για άτομα που ανησυχούν για την υγεία τους, ενώ τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου πρέπει να αντιμετωπίζονται ως προτεραιότητα από τους ηγέτες του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης».
Η έρευνα υποστηρίχθηκε από το Ίδρυμα Ερευνών του Πανεπιστημίου της Βασιλείας, το Ίδρυμα ProPatient, το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, το Ίδρυμα Goldschmidt Jacobson και το Ελβετικό Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών.
Άρθρο Maul LV, Jamiolkowski D, Lapides RA, et al. Health Economic Consequences Associated With COVID-19–Related Delay in Melanoma Diagnosis in Europe. JAMA Netw Open. 2024;7(2):e2356479. doi:10.1001/jamanetworkopen.2023.56479
Μετάφραση/προσαρμογή: Έφη Καραμπάτου, συνεργάτιδα Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας, Ιατρική Σχολή Αθήνας