Η μοναξιά σε προβληματικό επίπεδο είναι διάχυτη σε πολλές χώρες σύμφωνα με μια ανάλυση δεδομένων από 113 χώρες και περιοχές κατά τα έτη 2000-19 που δημοσιεύτηκε στο BMJ. Σύμφωνα με τα ευρήματα εντοπίζεται σημαντική γεωγραφική διακύμανση στη μοναξιά, με τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες να εμφανίζουν συστηματικά χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με άλλες περιοχές.
Τα υπάρχοντα δεδομένα δείχνουν ότι η μοναξιά δεν επηρεάζει μόνο την ψυχική υγεία και την ευεξία, αλλά συνδέεται ακόμα με εύρος προβλημάτων σωματικής υγείας και πρόωρο θάνατο. Μια πρόσφατη εκτίμηση από ερευνητές στις ΗΠΑ υποστηρίζει ότι το ένα τρίτο του πληθυσμού σε βιομηχανοποιημένες χώρες βιώνει μοναξιά και ένας στους 12 ανθρώπους βιώνει μοναξιά σε επίπεδο που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας. Ωστόσο δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο πόσο διαδεδομένη είναι η μοναξιά σε παγκόσμιο επίπεδο. Έτσι, μια ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ συνόψισε τα δεδομένα για τη συχνότητα της μοναξιάς παγκοσμίως ώστε να εκτιμηθεί το εύρος και η σοβαρότητα του προβλήματος.
Ερεύνησαν εξονυχιστικά βάσεις ερευνητικών δεδομένων και βρήκαν 57 έρευνες παρατήρησης που ανέφεραν εκτιμήσεις των επιπέδων μοναξιάς σε εθνικό επίπεδο από 113 χώρες ή περιοχές κατά τα έτη 2000-19. Υπήρχαν δεδομένα για εφήβους (12-17 ετών) από 77 χώρες ή περιοχές, για νέους ενήλικες (18-29 ετών) από 30 χώρες, για ενήλικες μέσης ηλικίας (30-59 ετών) από 32 χώρες και για ενήλικες 60 ετών και άνω από 40 χώρες.
Η κάλυψη των δεδομένων ήταν ιδιαίτερα υψηλή σε χώρες υψηλού εισοδήματος (κυρίως Ευρώπη) σε σύγκριση με χώρες μέσου και χαμηλού εισοδήματος. Συνολικά, στη μετα-ανάλυση συμπεριλήφθηκαν 212 εκτιμήσεις για 106 χώρες από 24 μελέτες. Για τους εφήβους, η συνολική συχνότητα της μοναξιάς κυμαίνεται από 9,2% στη Νοτιοανατολική Ασία έως 14,4% στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι περισσότερες από τις επιλεγμένες έρευνες που έκαναν χρήση κλίμακας χρησιμοποίησαν είτε την κλίμακα μοναξιάς του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (UCLA) είτε την κλίμακα μοναξιάς de Jong Gierveld.
Για τους ενήλικες η μετα-ανάλυση διεξήχθη μόνο για την ευρωπαϊκή περιοχή και βρέθηκε ένα συνεπές γεωγραφικό μοτίβο για όλες τις ηλικιακές ομάδες. Για παράδειγμα, η χαμηλότερη συχνότητα μοναξιάς εμφανιζόταν συστηματικά στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες (2,9% για νέους ενήλικες, 2,7% για μεσήλικες και 5,2% για τους άνω των 60), ενώ η υψηλότερη στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης (7,5% για νέους ενήλικες, 9,6% για μεσήλικες και 21,3% για τους άνω των 60).
Παρότι τα δεδομένα είναι ανεπαρκή για να εντοπίσουμε γεωγραφικά μοτίβα της μοναξιάς εκτός Ευρώπης, το μοτίβο είναι ξεκάθαρο και συνεπές εντός της. Σε όλες τις ηλικιακές ομάδες ενηλίκων οι βορειοευρωπαϊκές χώρες έδειχναν συνεχώς τη χαμηλότερη συχνότητα μοναξιάς, ενώ οι ανατολικοευρωπαϊκές την υψηλότερη. Μια έρευνα απέδωσε τις διαφορές των χωρών στα δημογραφικά χαρακτηριστικά, την κατάσταση υγείας, την κοινωνική συμμετοχή και την κοινωνική υποστήριξη. Άλλες αναφέρουν ως παράγοντες τα συστήματα πρόνοιας και κοινωνικής ασφάλισης, καθώς «γενναιόδωρα» συστήματα πρόνοιας έχουν συσχετιστεί θετικά με την κοινωνική συμμετοχή και αρνητικά με τον κοινωνικό αποκλεισμό. Μια προηγούμενη μετα-ανάλυση είχε βρει αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και τη μοναξιά. Ο συνδυασμός υψηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, συνολικής καλής υγείας, γενναιόδωρων συστημάτων πρόνοιας και υψηλής κοινωνικής συμμετοχής θα μπορούσε να εξηγήσει τα χαμηλά επίπεδα μοναξιάς στη βόρεια Ευρώπη. Αντιθέτως, οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης τείνουν να έχουν χειρότερη υγεία και φτωχότερα συστήματα υγείας και κρατικής πρόνοιας. Άλλα δημογραφικά χαρακτηριστικά όπως οι μεγάλες διαφορές στο προσδόκιμο ζωής ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες (άρα μεγάλη αναλογία χήρων γυναικών) και η αυξανόμενη μετανάστευση των νέων ίσως να έχουν συνεισφέρει. Αλλαγές που σχετίζονται με τη μετάβαση από το σοσιαλισμό, όπως οι μειώσεις στις συντάξεις σε συνδυασμό με το αυξανόμενο κόστος ζωής, οι αλλαγές στη φροντίδα των παιδιών και η μειωμένη κοινωνική εμπιστοσύνη είναι επίσης πιθανές εξηγήσεις για τα υψηλά επίπεδα μοναξιάς στην ανατολική Ευρώπη.
Τα δεδομένα ήταν ανεπαρκή για να βγάλουμε συμπεράσματα για διαχρονικές τάσεις της μοναξιάς σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά οι ερευνητές επισημαίνουν ότι ακόμα και αν το πρόβλημα της μοναξιάς δεν είχε επιδεινωθεί στη διάρκεια της ερευνητικής περιόδου (2000-19), η πανδημία covid-19 ίσως να έχει σημαντική επίδραση στη μοναξιά. Σε αυτό το πλαίσιο δηλώνουν πως «η ανασκόπησή μας προσφέρει ένα σημαντικό επίπεδο αναφοράς προ πανδημίας για μελλοντική παρακολούθηση».
Αναγνωρίζουν ότι η ανασκόπησή τους υπόκειται σε περιορισμούς, όπως οι διαφορετικές μέθοδοι δειγματοληψίας και μέτρησης που υιοθετήθηκαν από τις έρευνες. Σημειώνουν επίσης πως τα ελλιπή δεδομένα σε χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος εγείρουν ένα σημαντικό ζήτημα ισότητας.
Ωστόσο, αναλογιζόμενοι τις αρνητικές επιπτώσεις της μοναξιάς στην υγεία και τη μακροζωία, οι ερευνητές υποστηρίζουν πως τα ευρήματά τους ενισχύουν την επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπιστεί η μοναξιά ως σημαντικό θέμα δημόσιας υγείας.
Όπως αναφέρουν «οι προσπάθειες δημόσιας υγείας για να προλάβουμε και να μειώσουμε τη μοναξιά απαιτούν καλά συντονισμένη διαρκή παρακολούθηση σε όλα τα στάδια ζωής και σε ευρείες γεωγραφικές περιοχές».
Καταλήγουν πως «οι μεγάλες διαφορές στη συχνότητα της μοναξιάς ανάμεσα σε χώρες προτρέπουν σε διερεύνηση εις βάθος προκειμένου να αποκαλυφθούν οι αιτίες της μοναξιάς σε συστημικό επίπεδο και να αναπτύξουμε παρεμβάσεις αντιμετώπισης».
Η μοναξιά έχει κόστος για τα άτομα και την κοινωνία και πρέπει να είναι πολιτική προτεραιότητα σύμφωνα με τoυς Roger O’Sullivan και συνεργάτες από το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας της Ιρλανδίας.
Τονίζουν πως η πανδημία κατέρριψε το μύθο ότι η μοναξιά είναι πρόβλημα μόνο των ηλικιωμένων και πως οι παρεμβάσεις δημόσιας υγείας πρέπει τώρα να το λάβουν υπόψη και να υιοθετήσουν μια προσέγγιση πορείας ζωής.
Αυτό συνεπάγεται να αντιμετωπιστούν οι κοινωνικοί και δομικοί παράγοντες που επηρεάζουν τον κίνδυνο της μοναξιάς όπως η φτώχεια, η εκπαίδευση, οι μετακινήσεις, οι ανισότητες και η στέγαση- καθώς και να αυξηθούν τα προστατευτικά μέτρα όπως οι εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού για το στίγμα και τα στερεότυπα γύρω από τη μοναξιά, δίνοντας αξία στη συμμετοχή και την εμπλοκή της κοινότητας.
Πηγή: https://www.sydney.edu.au/news-opinion/news.html
Άρθρο: Surkalim D L, Luo M, Eres R, Gebel K, van Buskirk J, Bauman A et al. The prevalence of loneliness across 113 countries: systematic review and meta-analysis BMJ 2022; 376 :e067068
Μετάφραση/προσαρμογή: Γιοφτσίδου Σοφία, Ψυχολόγος, MSc Προαγωγή και Αγωγή Υγείας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ