Σχεδόν ένας στους έξι θανάτους θα μπορούσε να είχε προληφθεί με την εφαρμογή ενός στοχευμένου προσυμπτωματικού ελέγχου σε άνδρες με υψηλό γενετικό κίνδυνο εμφάνισης της νόσου, σύμφωνα με μία νέα μελέτη του πανεπιστημίου UCL-led, η οποία περιλάμβανε τη χρήση μοντέλων υπολογιστών.
Ο καρκίνος του προστάτη αποτελεί τον πιο συχνό τύπο καρκίνου στους άνδρες, με 130 νέες περιπτώσεις να διαγιγνώσκονται στο Ηνωμένο Βασίλειο κάθε μέρα και με περισσότερους από 10.000 άνδρες να οδηγούνται σε θάνατο ετησίως. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον καρκίνου του μαστού και της μήτρας, δεν υπάρχει επί του παρόντος κάποιο εθνικό πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου για τον εντοπισμό της νόσου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Μία εξέταση αίματος, η οποία ανιχνεύει τα αυξημένα επίπεδα του ειδικού προστατικού αντιγόνου ( PSA) , θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον προσυμπτωματικό έλεγχο του προστατικού καρκίνου. Ωστόσο, η εξέταση αυτή δεν αποτελεί έναν αξιόπιστο δείκτη καθώς δε διακρίνει με ακρίβεια τις επικίνδυνες μορφές καρκίνου από τις αβλαβείς μορφές, οδηγώντας όχι μόνο σε περιττές χειρουργικές επεμβάσεις αλλά και στη μη διάγνωση των επιθετικών μορφών της νόσου.
Η μελέτη αυτή, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “PLOS Medicine”, διερεύνησε τις αρνητικές επιπτώσεις και τα οφέλη της εισαγωγής ενός τριμηνιαίου PSA ελέγχου σε άνδρες ηλικίας 55 έως 69 ετών έναντι ανδρών της ίδιας ηλικιακής ομάδας με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η καλύτερη προσέγγιση θα ήταν η εφαρμογή του ελέγχου σε άνδρες που διαθέτουν έναν ελαφρώς μεγαλύτερο γενετικό κίνδυνο νόσησης. Η κατηγορία των ανδρών αυτών αποτελεί σχεδόν το ήμισυ των ανδρών της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας. Η προσέγγιση αυτή επιλέχτηκε δεδομένου ότι θα μπορούσε να επιφέρει το μεγαλύτερο όφελος στη δημόσια υγεία, αποτρέποντας τους θανάτους οφειλόμενους στον προστατικό καρκίνο, καθώς και ελαχιστοποιώντας τις περιττές θεραπείες που λαμβάνονται από ασθενείς με καλοήθεις όγκους. Αυτό απορρέει από το γεγονός ότι, οι άνδρες που διαθέτουν υψηλότερο γενετικό κίνδυνο να νοσήσουν, είναι αυτοί που πιθανότερα θα ωφεληθούν παρά θα ζημιωθούν από τον παραπάνω διαγνωστικό έλεγχο.
Η Nora Pashayan (UCL Applied Health Researh), κύρια συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε: «Ο καρκίνος του προστάτη αποτελεί την κύρια αιτία θανάτου από καρκίνο στους άνδρες του Ηνωμένου Βασιλείου. Παρόλα αυτά, ο προσυμπτωματικός έλεγχος δε διεξάγεται, καθώς το πρόβλημα που προκύπτει από την υπερεκτίμηση των διαγνωσμένων περιστατικών φαίνεται να αντισταθμίζει τα οφέλη που προκύπτουν από την εφαρμογή του». « Η μελέτη μας δείχνει ότι ο στοχευμένος προσυμπτωματικός έλεγχος είναι δυνατό να μειώσει τον αριθμό των περιττών διαγνώσεων, ενώ παράλληλα συντελεί στη μείωση της θνησιμότητας από καρκίνο του προστάτη μέσω της έγκαιρης διάγνωσης». Οι ερευνητές συγκέντρωσαν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 4,5 εκατομμυρίων ανδρών, ηλικίας 55 με 69 ετών, για τη διεξαγωγή μίας μελέτης κοορτής, και αξιολόγησαν τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την εφαρμογή του προσυμπτωματικού ελέγχου στον πληθυσμό αυτό. Αποτελέσματα συμπεριλαμβανομένων της αποτροπής των θανάτων λόγω της νόσου, των περιττών διαγνώσεων και του κόστους που προκύπτει από τους ελέγχους, συγκρίθηκαν για τις περιπτώσεις της μη εφαρμογής του ελέγχου, του καθολικού ελέγχου βάσει της ηλικίας και ενός πιο στοχευμένου ελέγχου, ο οποίος βασίζεται στο εύρος των ορίων γεννητικού κινδύνου.
Οι ερευνητές οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι, η καλύτερη εκδοχή θα ήταν η εφαρμογή του ελέγχου σε άνδρες με κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου της τάξεως του 4-7% μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. Τα άτομα αυτά, εκτιμάται ότι αποτελούν τα ¾ του πληθυσμού των ανδρών ηλικίας 55 έως 69 ετών. Ο έλεγχος όλων των ανδρών που υπάγονται σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα, θα μπορούσε να αποτρέψει περίπου το 20% των θανάτων οφειλόμενων σε καρκίνο του προστάτη. Όμως, εκτός από το επιπρόσθετο κόστος που αυτός συνεπάγεται, θα οδηγούσε σε ένα μεγάλο αριθμό περιττών διαγνώσεων, με σχεδόν ένας στους τρείς διαγνωσμένους καρκίνους να είναι καλοήθεις. Ο έλεγχος ανδρών με κίνδυνο νόσησης 4%, θα απέτρεπε το 15% των θανάτων από προστατικό καρκίνο, οι οποίοι αποτελούν το 1/6 των συνολικών θανάτων. Ταυτόχρονα, ο έλεγχος αυτός θα επέφερε τα μεγαλύτερα οφέλη όσον αφορά την ποιότητα ζωής, το οποίο μεταφράζεται σε περισσότερα χρόνια με καλή υγεία σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Ακόμη, αυτό θα οδηγούσε στη μείωση του αριθμού των περιττών διαγνώσεων των αβλαβών τύπων καρκίνου κατά 1/3, συγκριτικά με τα αποτελέσματα που θα επέφερε η εφαρμογής ενός προσυμπτωματικού ελέγχου σε άνδρες ηλικίας 55 με 69 ετών. Επιπλέον, ο έλεγχος σε άνδρες που διαθέτουν κίνδυνο νόσησης της τάξεως του 4-7% έναντι του συνόλου των ανδρών ηλικίας 55 με 69 ετών, θα ήταν μία περισσότερο οικονομικά συμφέρουσα εκδοχή. Πιο συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι η πρακτική αυτή θα εξοικονομούσε μεταξύ του 1/5 επί του συνολικού κόστους (θέτοντας ως όριο τον έλεγχο ανδρών με κίνδυνο νόσησης 4% – έως και σχεδόν το ήμισυ του συνολικού κόστους θέτοντας ως όριο τον έλεγχο ανδρών με κίνδυνο νόσησης 7%), διατηρώντας παράλληλα όλα τα οφέλη που προσφέρει η διαδικασία.
Σύμφωνα με τα παραπάνω σενάρια, οι άνδρες ηλικίας 55 έως 69 ετών θα υποβάλλονται σε έναν τριμηνιαίο προσυμπτωματικό έλεγχο τη στιγμή που θα φτάνουν το καθορισμένο όριο κινδύνου. Αυτό σημαίνει ότι αυξανόμενης της ηλικίας, ένα μεγαλύτερο ποσοστό ανδρών θα υπόκεινται σε έλεγχο, καθώς άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας παρουσιάζουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Η πρωτοποριακή μελέτη των ερευνητών του UCL-led έχει ήδη οδηγήσει σε μία αλλαγή του τρόπου διάγνωσης του καρκίνου του προστάτη. Από τον περασμένο Δεκέμβρη, η εξέταση MRI συνίσταται ως η πρώτη εξέταση στην οποία θα πρέπει να υποβάλλονται οι άνδρες που είναι πιθανό να πάσχουν από τη νόσο. Η σύσταση αυτή προέκυψε ύστερα από τα αποτελέσματα δύο κλινικών μελετών, οι οποίες κατέδειξαν ότι η χρήση της εξέτασης MRI θα μπορούσε να μειώσει με ασφάλεια και σε σημαντικό βαθμό τον αριθμό των ανδρών που χρειάζεται να υποβληθεί σε βιοψία για τη διάγνωση του καρκίνου.
Ο καθηγητής Mark Emberton (UCL Medical Sciences) δήλωσε: « Αισθάνομαι ότι πλέον διαθέτουμε τα εργαλεία τα οποία μας βοηθούν να εντοπίσουμε τους άνδρες με κλινικά σημαντική ασθένεια – ο μελλοντικός προσυμπτωματικός έλεγχος πρέπει να εστιάζει στην αξιοποίηση αυτών των διαγνωστικών εργαλείων στους κατάλληλους ασθενείς . Αυτός είναι και ο λόγος που ο συγκεκριμένος τομέας της έρευνας είναι τόσο σημαντικός, καθώς μας βοηθά στην κατανόηση για το ποιος και πότε θα πρέπει να υποβάλλεται σε προσυμπτωματικό έλεγχο»
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι ο στοχευμένος προσυμπτωματικός έλεγχος που βασίζεται στο γενετικό κίνδυνο απαιτεί την εξέλιξη των προσυμπτωματικών ελέγχων. Ακόμη, επισήμαναν ότι η προσέλκυση ατόμων από διαφορετικές ηλικιακές ομάδες για διαγνωστικούς σκοπούς, μπορεί να επηρεάσει την παροχή των υπηρεσιών ελέγχου. Παράλληλα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο ευρύτερος αντίκτυπος του προσυμπτωματικού ελέγχου που βασίζεται στο γενετικό κίνδυνο απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση.
Journal reference: Polygenic risk-tailored screening for prostate cancer: A benefit–harm and cost-effectiveness modelling study Callender T, Emberton M, Morris S, Eeles R, Kote-Jarai Z, et al. (2019) Polygenic risk-tailored screening for prostate cancer: A benefit–harm and cost-effectiveness modelling study. PLOS Medicine 16(12): e1002998. https://doi.org/10.1371/journal.pmed.1002998
Προσαρμογή άρθρου: Κατερίνα Τσαντίλα, Νοσηλεύτρια
Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Προαγωγή & Αγωγή Υγείας
Ιατρικής Σχολής Αθηνών, ΕΚΠΑ