Τα προϊόντα που ισχυρίζονται πως έχουν χαμηλή ή καθόλου περιεκτικότητα σε ορισμένα μακροθρεπτικά συστατικά, όπως η ζάχαρη και τα λιπαρά, δεν αποτελούν απαραίτητα και τις καλύτερες διατροφικά επιλογές. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε από το Πανεπιστήμιο της North Carolina, οι ισχυρισμοί «χωρίς ζάχαρη», «χωρίς λιπαρά», «με λιγότερα λιπαρά» και «χαμηλή περιεκτικότητα σε αλάτι» που αναγράφονται στις συσκευασίες των προϊόντων μπορεί να μοιάζουν ελκυστικοί στον καταναλωτή, δημιουργώντας την εντύπωση πως το τρόφιμο είναι πιο υγιεινό, στην πραγματικότητα, όμως, δεν αντανακλούν την πλήρη διατροφική ποιότητα του προϊόντος.
Οι επιστήμονες αναφέρουν πως στις περισσότερες περιπτώσεις τροφίμων ή ροφημάτων με ισχυρισμούς για λιγότερη ζάχαρη, λιγότερα λιπαρά και λιγότερο αλάτι, η διατροφική ποιότητα μπορεί να είναι χειρότερη συγκριτικά με τα αντίστοιχα τρόφιμα που δεν έχουν τέτοιους ισχυρισμούς. Συνήθως τα τρόφιμα που περιέχουν αρκετές θερμίδες ή λιπαρά ή ζάχαρη ή αλάτι τείνουν να έχουν στη συσκευασία τους σε μεγαλύτερη συχνότητα ισχυρισμούς για κάποιο άλλο συστατικό που έχουν σε περιορισμένη ποσότητα ή καθόλου. Ένα παράδειγμα είναι το σοκολατούχο γάλα με χαμηλά λιπαρά, το οποίο μπορεί πράγματι να είναι χαμηλότερο σε λιπαρά, αλλά έχει πολύ περισσότερη ποσότητα ζάχαρης συγκριτικά με το σκέτο γάλα και πολύ περισσότερη ποσότητα ζάχαρης και λιπαρών συγκριτικά με άλλα πιο υγιεινά ροφήματα.
Το πρόβλημα που προκύπτει είναι πώς όταν οι καταναλωτές προσπαθούν να κάνουν υγιεινές επιλογές, υποθέτουν πως ένα τρόφιμο ή ρόφημα με χαμηλότερη περιεκτικότητα σε λιπαρά, ζάχαρη, αλάτι είναι και πιο υγιεινό. Ωστόσο, το προϊόν αυτό έχει απλά κάποιο συστατικό σε μικρότερη ποσότητα από το αντίστοιχο κανονικό προϊόν. Πολλές φορές μπορεί να έχει αυξημένο κάποιο άλλο συστατικό εξίσου επιβαρυντικό για την υγεία, το οποίο ο καταναλωτής θα αντιληφθεί μόνο εάν κοιτάξει τον αναλυτικό πίνακα με τις διατροφικές πληροφορίες των προϊόντων ώστε να συγκρίνει. Και ας μην ξεχνάμε πως ένα μπισκότο έστω και με χαμηλότερα λιπαρά δεν αποτελεί πιο υγιεινή επιλογή από 1 κεσεδάκι γιαούρτι με μέλι, για παράδειγμα, ακόμα και αν συγκριτικά με το αντίστοιχο κανονικό μπισκότο έχει λιγότερα λιπαρά. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να αξιολογείται η συνολική διατροφική ποιότητα του προϊόντος, καθώς αυτοί οι ισχυρισμοί που αναγράφονται στις ετικέτες αφορούν μεμονωμένα σε ένα μόνο συστατικό.
Ο Οργανισμός Ελέγχου Τροφίμων και Ποτών (FDA USA) αναφέρει πως ένα τρόφιμο ή ρόφημα μπορεί να έχει στη συσκευασία τον ισχυρισμό «χαμηλό σε λιπαρά», όταν τα λιπαρά που περιέχει είναι το πολύ 3 γραμμάρια ανά μερίδα αναφοράς. Ωστόσο, το ποια είναι η μερίδα αναφοράς διαφέρει από προϊόν σε προϊόν. Για παράδειγμα, η μερίδα αναφοράς για το brownie είναι 40 γραμμάρια και για το cheesecake 125 gr. Έτσι, ένα brownie με χαμηλά λιπαρά έχει περίπου 3 γραμμάρια λιπαρών ανά 40 γραμμάρια προϊόντος, ενώ ένα cheesecake με χαμηλά λιπαρά έχει σχεδόν 3 γραμμάρια λιπαρών ανά 125 γραμμάρια προϊόντος. Αυτό σημαίνει πως συγκριτικά το brownie έχει πολύ περισσότερα λιπαρά από το cheesecake, παρά το γεγονός πως και τα δύο χαρακτηρίζονται ως χαμηλά σε λιπαρά.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, ένα μεγάλο μέρος των τροφίμων και των ροφημάτων που αγοράζουν τα νοικοκυριά αναγράφει στη συσκευασία κάποιον ισχυρισμό για χαμηλές θερμίδες, λιγότερη ή καθόλου ζάχαρη και λιπαρά και λιγότερο αλάτι. Για το λόγο αυτό οι καταναλωτές θα πρέπει να είναι πολύ προσεχτικοί με τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς στα προϊόντα και να ελέγχουν πάντα τους διατροφικούς πίνακες. Τέλος, να έχουν στο μυαλό τους πως κάποια τρόφιμα, ακόμα και με λιγότερες θερμίδες/ζάχαρη/λιπαρά/αλάτι, εξακολουθούν να αποτελούν λιγότερο υγιεινές διατροφικές επιλογές.
ΠΗΓΗ
University of North Carolina at Chapel Hill. “‘No fat’ or ‘no sugar’ label equals no guarantee of nutritional quality, 2017 http://uncnews.unc.edu/2017/03/15/unc-chapel-hill-study-no-fat-no-sugar-label-equals-no-guarantee-nutritional-quality/
Photo source: Man shopping in supermarket, U.S. Department of Agriculture Blog Photos